Χελωνολαγομαχίες (available in greek only)

Χελωνολαγομαχίες

· Literature Λογοτεχνία · story ιστορία

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο δάσος …

Αχ! Επιτέλους, άνοιξη! Η αγαπημένη μου εποχή. Ήμουν πολύ καιρό κλεισμένη στο σπίτι μου (το οποίο κουβαλάω πάντα μαζί μου, από φόβο μη μου το κλέψουν), περιμένοντας πως και πως, πότε θα φτιάξει ο καιρός για να κάνω κανένα περίπατο στο δάσος, να ξεμουδιάσω λιγάκι. Δε λέω… καλός κι ο ύπνος, αλλά βαρετός. Τώρα που το σκέφτομαι, κάτι έπρεπε να κάνω, αλλά το ξέχασα. Βλέπετε μόλις ξύπνησα κι ο εγκέφαλος μου δεν έχει μπει ακόμη σε πλήρη λειτουργία… Α, ναι! Θυμήθηκα! Ξέχασα να συστηθώ. Λοιπόν επιτρέψτε μου να σας πω ότι ονομάζομαι…. Μια στιγμή μονάχα να μασουλήσω κάτι τρυφερά φυλλαράκια που βλέπω παρακάτω κι επιστρέφω αμέσως. Μιαμ! Μιαμ! Μμμ… μούρλια, πεντανόστιμα, υπέροχα!

Η χελώνα

Να με συγχωρείτε γι’ αυτή μου την αγένεια, αλλά κι εσείς θα πεινούσατε αν μένατε τόσο πολύ καιρό νηστικοί. Βλέπετε εμείς οι χελώνες το χειμώνα, επειδή δε μας αρέσει καθόλου μα καθόλου το κρύο πέφτουμε σε χειμερία νάρκη (δηλαδή κλεινόμαστε στο καβούκι μας και δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να κοιμόμαστε συνέχεια). Βέβαια για να πω την αλήθεια δε μένουμε και τελείως νηστικές… καταναλώνουμε την τροφή που έχουμε αποθηκεύσει ως λίπος τον υπόλοιπο χρόνο.

Το όνομά μου είναι Τατιάνα, αλλά όλοι οι φίλοι μου με φωνάζουν απλά χελώνα. Όλοι, εκτός από το λαγό. Αυτός -προφανώς για να μου σπάει τα νεύρα- με φωνάζει ερπετό. Αλλά κι εγώ του το ανταποδίδω και τον φωνάζω κούνελο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό τον εκνευρίζει φοβερά. Μια μέρα ο κυρ-τυφλοπόντικας (που δεν βλέπει καλά και λόγω ηλικίας τα ‘χει και λίγο χαμένα) μπερδεύτηκε και τον αποκάλεσε κουνέλι. Ο λαγός πειράχτηκε πάρα πολύ και προσπάθησε με χίλιους τρόπους να αποδείξει στον κυρ-τυφλοπόντικα ότι οι λαγοί, όχι μόνο διαφέρουν, αλλά είναι κι ανώτεροι από τα κουνέλια. Μάταια όμως. Ο τυφλοπόντικας συνέχισε να του απευθύνεται φωνάζοντάς τον κουνέλι. Τότε ο λαγός θύμωσε και σηκώθηκε και έφυγε. Δεν καταλαβαίνω γιατί τον πείραξε ένα τόσο δα μικρό λαθάκι. Στο κάτω-κάτω, όλοι ξέρουν πως είναι στενός συγγενής με τα κουνέλια. Ίσως τον ενοχλεί το γεγονός ότι τα κουνέλια είναι πιο ευγενικά ζώα από τους λαγούς, επειδή τα πρώτα έχουν μεγαλώσει κοντά στον άνθρωπο. Νομίζω…

Τέλος πάντων, όποιος κι αν είναι ο λόγος, εγώ από τότε του το κόλλησα το παρατσούκλι και τον φωνάζω κούνελο. Όχι, σιγά μην τον άφηνα έτσι, να με αποκαλεί ερπετό. Ερπετά είναι τα φίδια κι οι σαύρες. Σας μοιάζω εγώ για φίδι; Ή μήπως έρπω σαν κι αυτά; Όχι, εγώ έχω τα ωραία μου ποδαράκια, τέσσερα τον αριθμό, και όταν το θέλω τρέχω πολύ γρήγορα. Μάλιστα, μία προγονός μου είχε νικήσει κάποιον πρόγονο του λαγού σε αγώνα δρόμου! Ακριβώς όπως τ’ ακούτε. Τί; Ψέματα θα σας πω;

Ακούς εκεί ερπετό! Αλλά δε φταίει ο λαγός που με φωνάζει έτσι. Εσείς οι άνθρωποι φταίτε που με κατατάσσετε στην ίδια κατηγόρια με τα φίδια. Αντε τώρα μη θυμώσω μαζί σας, γιατί όσο το σκέφτομαι, γίνομαι έξαλλη.


Το στοίχημα

Ωχ! Ωχ! Το στομάχι μου! Αυτές οι πρασινάδες που έφαγα προηγουμένως πρέπει να με πείραξαν. Αισθάνομαι πολύ βαριά, σαν… πως να το πω… σαν να κάθεται κάποιος πάνω μου.

Ο λαγός ΛΑΓΟΣ: -(Χι, Χι, Χι)

ΧΕΛΩΝΑ: -Ακούσατε τίποτα; Μίλησε κανείς;

ΛΑΓΟΣ: -Χι, Χι, Χι!

ΧΕΛΩΝΑ: -Ποιός χασκογελά πίσω από την πλάτη μου;

ΛΑΓΟΣ: -Τι έγινε ερπετό κουράστηκες να σέρνεσαι;

ΧΕΛΩΝΑ: -Χαζοκούνελε, εσύ είσαι ;! Κατέβα αμέσως από το καβούκι μου!

ΛΑΓΟΣ: -Δεν είμαι κουνέλι. Είμαι λαγός. Κοίταξε με, πως τρέχω. Κοίτα τι μακριά και μεγάλα άλματα που κάνω. Τα κουνέλια δεν μπορούν να τρέξουν τόσο γρήγορα. Αλλά τι ξέρεις εσύ από τρέξιμο;

ΧΕΛΩΝΑ: -Μμμ…φιγουρατζή, σιγά τα αυγά! Εξάλλου, μη ξεχνάς ότι η προγονός μου νίκησε τον δικό σου.

ΛΑΓΟΣ: -Πάψε να μου θυμίζεις, αυτή την τραγική ιστορία. Το ξέρεις πως αυτό είναι προγονοπληξία!

ΧΕΛΩΝΑ: -Τι σημαίνει προγονοπληξία;

ΛΑΓΟΣ: -Σημαίνει ότι όλο μου κοπανάς τη νίκη της προγόνου σου, αλλά εσύ φοβάσαι να αγωνιστείς μαζί μου.

ΧΕΛΩΝΑ: -Που το έμαθες αυτό, κοκορόμυαλε;

ΛΑΓΟΣ: -Ξέρεις, αποφάσισα να μορφωθώ λιγάκι, για να μην μπορούν άσχετοι σαν κι εσένα να με κοροϊδεύουν. Έτσι, παρακολουθώ νυχτερινά μαθήματα στην τάξη της κυρίας Ευθαλίας, της κουκουβάγιας. Ασε, λοιπόν τώρα, τις υπεκφυγές και απάντησέ μου, ερπετό, αν δέχεσαι ή όχι την πρόκληση μου;

ΧΕΛΩΝΑ: -Ναι, αλλά αν σε νικήσω θα πάψεις να με φωνάζεις ερπετό!, είπε η Τατιάνα με πάθος, αλλά το μετάνιωσε σχεδόν αμέσως.

ΛΑΓΟΣ: -Σύμφωνοι! Αν όμως νικήσω εγώ (που θα νικήσω) δε θα με ξαναπείς εσύ, κουνέλι! Θα συναντηθούμε σε ένα μήνα από τώρα, κάτω από τη βελανιδιά με τη μεγάλη κουφάλα για τον αγώνα. Θα φροντίσω να μαζευτούν όλα τα ζώα του δάσους, για να έχω μάρτυρες ότι σε νίκησα, είπε γεμάτος έπαρση ο λαγός κι έφυγε χοροπηδώντας.

Τι το ‘θελα και δέχτηκα. Δεν κατάπινα καλύτερα τη γλώσσα μου. Αλλά με έτρωγε ο πληγωμένος εγωισμός μου. Ο λαγός αυτή τη φορά, γνωρίζει το πάθημα του προγόνου του και δεν πρόκειται να την ξαναπατήσει τόσο εύκολα. Πρέπει να βάλω τα δυνατά μου!


Έτσι η Τατιάνα έκανε κάθε μέρα προπόνηση για τον αγώνα. Η νίκη της προγόνου της τής έδινε κουράγιο. Ο μήνας δεν άργησε να περάσει κι η μεγάλη μέρα έφτασε. Όλα τα πλάσματα του δάσους είχαν συγκεντρωθεί κάτω από τη βελανιδιά με τη μεγάλη κουφάλα και περίμεναν ανυπόμονα ν’ αρχίσει η μεγάλη αναμέτρηση.


Η μέρα του αγώνα

Χελώνα και λαγός τρέχουν

Ήταν μόλις που οι αγωνιζόμενοι (δηλαδή η χελώνα κι ο λαγός) είχαν πάρει τη θέση τους στη γραμμή εκκίνησης, όταν ακούστηκε μια φωνή: “Φωτιά! Φωτιά στο δάσος!”.

Ήταν ο κυρ-κότσυφας που πετούσε πάνω από τη βελανιδιά. Σχεδόν αμέσως φάνηκαν μαύροι καπνοί στον ουρανό. Όλα τα ζώα, που ήταν μαζεμένα, σκορπίστηκαν στη στιγμή. Άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα προς όλες τι κατευθύνσεις. Κι ο λαγός έγινε λαγός. Εξαφανίστηκε στο λεπτό. Η κακομοίρα η χελώνα άρχισε κι αυτή να τρέχει (όσο μπορεί να τρέξει μια χελώνα). Έτρεχε, έτρεχε ώσπου ξεπήδησαν μπροστά της φλόγες. Έστριψε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά κι εκεί φλόγες. Την είχαν περικυκλώσει από παντού. Τότε, άρχισε να σκάβει το έδαφος, μήπως και μπορέσει να χωθεί σε καμία τρύπα στο χώμα και έτσι να γλιτώσει. Αλλά άδικος κόπος. Το έδαφος εκεί ήταν πολύ σκληρό. Αλλά, καλύτερα να σας διηγηθεί η ίδια, τη συνέχεια:

Πάνω, λοιπόν, που είχα απελπιστεί τελείως και ήμουν σίγουρη ότι είχε φτάσει το τέλος μου, ένιωσα έξαφνα να πετάω. Κοίταξα κάτω και το έδαφος είχε απομακρυνθεί! Πραγματικά πετούσα!!!

Ουπς! Λάθος. Δεν πετούσα. Ένας άνθρωπος με είχε σηκώσει στα χέρια του, αλλά μέσα στον πανικό μου δεν το κατάλαβα αμέσως. Μ’ έβγαλε έξω από το φλεγόμενο δάσος και με τοποθέτησε σε μια χάρτινη κούτα. Εκεί περίμενα κάμποση ώρα και προσπάθησα να συνέλθω από το ισχυρό σοκ που είχα πάθει. Μετά, άρχισα να σκέφτομαι διάφορα πράγματα, όπως το πως και το γιατί άρπαξε φωτιά το δάσος. Έκανα διάφορες υποθέσεις με το μυαλό μου. Πάντως, φτηνά τη γλίτωσα. Άραγε, οι φίλοι μου τα κατάφεραν ή μήπως…

Προτού προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, τα πάντα γύρω μου σκοτείνιασαν! Αμέσως μετά ακούστηκε ένα βουητό και η γη άρχισε να τρέμει! ΄Ένα αίσθημα φόβου και πανικού, δύο φορές πιο ισχυρό από το πρώτο, με κυρίευσε. Η καρδιά μου χτυπούσε ολοένα πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Μετά από αρκετή ώρα η γη σταμάτησε να τρέμει και το βουητό εξαφανίστηκε. Α, να! Ξαναβλέπω τον φωτεινό ήλιο και τον γαλανό ουρανό.

Ένα νέο σπίτι

Τώρα, καταλαβαίνω τι συνέβη: με είχαν βάλει στο στόμα ενός μεγάλου ζώου που μουγκρίζει και τρέχει πολύ γρήγορα (νομίζω ότι εσείς οι άνθρωποι το αποκαλείτε αυτοκίνητο). Ο ίδιος άνθρωπος που με είχε σώσει, πήρε την κούτα στα χέρια του και με πήγε σ’ ένα μεγάλο βουνό, μέσα στις σπηλιές του οποίου ζουν οι άνθρωποι. Αυτό δεν θυμάμαι πως το λέτε (Μα καλά τι περιμένετε; Μια απλή χελώνα είμαι.). Δεν είχα ξαναμπεί σ’ ανθρώπινη φωλιά. Ένας ολοκαίνουριος κόσμος ανοιγόταν μπροστά μου. Πόσα άγνωστα, σε μένα, αντικείμενα! Αναρωτιέμαι σε τι να χρησιμεύουν; Ξαφνικά, ο άνθρωπος άρχισε να φωνάζει:

ΠΑΤΕΡΑΣ: -Πέτρο, Πετράκη, που είσαι; Σου έχω μια έκπληξη! Έλα να δεις τι σου ‘φερα!

ΧΕΛΩΝΑ : -Έκπληξη; Λατρεύω τις εκπλήξεις, είπε η Τατιάνα. Είμαι περίεργη να δω.

Ο Πέτρος και ο πατέρας του

Ένα μικρό αγόρι, γύρω στην ηλικία των 8 με 10 ετών, ξεπρόβαλε τρέχοντας από ένα δωμάτιο του σπιτιού και ρώτησε:

ΠΕΤΡΟΣ: -Τι είναι μπαμπά; Τι είναι;

ΧΕΛΩΝΑ: -Ναι, τι είναι, τι είναι; επανέλαβε η Τατιάνα (που μάλλον ήταν πιο ανυπόμονη κι απ’ το αγοράκι). Ο άνθρωπος πήρε τη χελώνα στα χέρια του και δείχνοντάς την στο γιο του, είπε:

ΠΑΤΕΡΑΣ: -Τη βρήκα σήμερα στο δάσος. Είχα πάει να βοηθήσω στην κατάσβεση της φωτιάς και την είδα που κινδύνευε να καεί.

ΧΕΛΩΝΑ : -Συγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά για να καταλάβω: εγώ είμαι η έκπληξη;

ΠΕΤΡΟΣ : -Μαμά, ελά να δεις, ο μπαμπάς έσωσε μια χελώνα και μου την έφερε. Κοίτα τι όμορφη που ‘ναι! Μπορώ να την κρατήσω;

ΧΕΛΩΝΑ : -Αχ, αυτό το παιδάκι μόλις το είδα το συμπάθησα, σκέφτηκε η Τατιάνα, που πολύ της άρεσε ο έπαινος του μικρού αγοριού που την είχε πάρει στα χέρια του και χάιδευε την κεφάλα της… δηλαδή το κάπως μεγάλο κεφάλι της.

ΜΗΤΕΡΑ : -Μπορείς, αν υποσχεθείς ότι θα τη φροντίζεις.

ΠΕΤΡΟΣ : -Το υπόσχομαι! είπε ο Πέτρος ενθουσιασμένος.

ΜΗΤΕΡΑ : -Πρέπει να της βρεις κι ένα όνομα. Πως θα την φωνάζεις;

ΠΕΤΡΟΣ : -Μπαμπά, τι είναι; Αγόρι ή κορίτσι;

ΠΑΤΕΡΑΣ: -Α, ιδέα δεν έχω. Για να δω. Έχει ουρά. Μάλλον, αρσενικιά θα ‘ναι.

ΠΕΤΡΟΣ : -Ωραία, τότε κι εγώ θα σε φωνάζω Βαγγέλη.

ΧΕΛΩΝΑ : -Ε, τώρα εγώ τι να τους πω;! Έπειτα το αγόρι πήρε τη χελώνα, την έβαλε πίσω στη κούτα και πήγε στο ψυγείο και της έφερε ένα μαρούλι, το οποίο άρχισε να καταβροχθίζει… να τρώει, ήθελα να πω… με μεγάλη όρεξη.

ΧΕΛΩΝΑ: -Αυτό το παιδί, οπωσδήποτε, το λατρεύω!


Προβλήματα στον Παράδεισο

Το γατάκι Τον πρώτο καιρό η Τατιάνα (ή ο Βαγγέλης αν προτιμάτε) περνούσε ευχάριστα στο καινούριο της σπιτικό. Είχε όσο φαΐ ήθελε και ο μικρός ασχολιόταν αρκετές ώρες μαζί της. Τη φρόντιζε, τη χάιδευε, της μιλούσε, έπαιζε μαζί της. Τη γνώρισε ακόμη και στους φίλους του. Της Τατιάνας της άρεσε να κάνει νέους φίλους και να μαθαίνει καινούρια πράγματα. Καθώς όμως περνούσαν οι μέρες ολοένα και λιγόστευε το ενδιαφέρον του παιδιού για αυτήν. Μάλιστα, όταν στα γενέθλιά του τού χάρισαν ένα μικρό γατάκι, η Τατιάνα μπήκε ολότελα στο περιθώριο (περιττό να πω ότι η Τατιάνα δε συμπάθησε κι ιδιαίτερα το γατάκι, για ευνόητους λόγους). Ύστερα από λίγο καιρό κανείς πια δεν της έδινε σημασία. Αν και συνέχισαν να την ταΐζουν κανονικά, η Τατιάνα δεν ήταν πια ευτυχισμένη. Έτσι μια μέρα που ο Πέτρος της πέταξε ένα μαρούλι μέσα στην κούτα και έφυγε βιαστικά για να πάει να διαβάσει τα μαθήματά του ή να παίξει με τους φίλους του -δε ξέρω ποιο από τα δύο κι ούτε έχει σημασία- η Τατιάνα άρχισε να φωνάζει (όχι ότι την άκουγε κανείς, αλλά αυτή φώναζε):

Αυτό το παιδί με σκλαβώνει. Κυριολεκτικά μιλάω! Τι νομίζει δηλαδή; Ότι επειδή μου δίνει ένα μπαγιάτικο (όχι, αν δε με πιστεύετε, μπορείτε να το δοκιμάσετε) μαρουλόφυλλο -μία φορά την ημέρα παρακαλώ- έχει το δικαίωμα να με κρατάει κλεισμένη μέσα σ’ αυτό το χαρτόκουτο;

Με συγχωρείται που γίνομαι απότομη αλλά να… ξέρετε, άρχισα να αναπολώ το φρέσκο χορταράκι της εξοχής, την ελευθερία μου και τους φίλους μου, που άφησα πίσω στο δάσος. Ε, λοιπόν ξέρετε τι θα κάνω; Θα αρχίσω απεργία πείνας μέχρι να απελευθερωθώ. Δεν πρόκειται να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Ελευθερία ή θάνατος! (αυτό κάπου το άκουσα, αλλά δε θυμάμαι που).


Ελευθερία ή Θάνατος

(Μετά από μια εβδομάδα…)

Η μαμά του Πέτρου

ΠΕΤΡΟΣ : -Μαμά, μαμά! Τρέξε γρήγορα! Κοίτα τη χελώνα μου πως έχει μαραζώσει. Τι έχει; Μήπως είναι άρρωστη; Δεν τρώει καθόλου.

ΜΗΤΕΡΑ: -Ησύχασε, αγόρι μου. Μπορεί απλά να μην πεινάει. ΠΕΤΡΟΣ : -Τι λες καλέ μαμά; Μια βδομάδα τώρα, δεν έχει αγγίξει το φαΐ που της βάζω.

ΜΗΤΕΡΑ: -Καλά, μόλις γυρίσει ο μπαμπάς από τη δουλειά θα την πάμε στο κτηνίατρο να την δει.

ΠΕΤΡΟΣ : -Όχι μαμά, να την πάμε τώρα, μπορεί να πεθάνει κι άμα πεθάνει θα μου δημιουργηθεί ψυχικό τραύμα. Θέλει ο γιος σου να μεγαλώσει με ψυχικά τραύματα και απωθημένα από τη παιδική ηλικία;

ΜΗΤΕΡΑ: -Τι κατεργάρης που ‘σαι ;! Άντε ντύσου και ετοίμασε τη χελώνα. Θα την πάμε τώρα.

ΠΕΤΡΟΣ : -Ζήτω! Είσαι η πιο καλή μαμά του κόσμου (εννοείται ότι θα μου πάρεις και παγωτό στο δρόμο). Χελωνίτσα, έλα θα σε πάμε στο γιατρό να σε κάνει καλά.

ΧΕΛΩΝΑ: -Θα με πάνε στο γιατρό; Τι είναι αυτό; Και πως θα με κάνει καλά; Και ποιος του είπε στο κάτω-κάτω πως εγώ είμαι άρρωστη. Μια χαρά είμαι.


Στο κτηνιατρείο

Κτηνιατρείο

Λοιπόν που λέτε, αυτό το γιατρό είναι ένας άνθρωπος ντυμένος στα λευκά (γιατί; μακάρι να ‘ξερα), ο οποίος άρχισε να με πασπατεύει, πότε από ‘δω και πότε από ‘κεί…

Ο κτηνίατρος

ΧΕΛΩΝΑ: -Γιατρό, άσε με ήσυχη, γιατί θα σε δαγκάσω!

ΠΕΤΡΟΣ : -Λοιπόν, γιατρέ, θα γίνει καλά η χελωνίτσα μου; Τι έχει;

ΓΙΑΤΡΟΣ : -Η χελώνα σου, Πετράκη, έχει πάθει μελαγχολία γιατί έχει επιθυμήσει την ελευθερία της και το φυσικό της περιβάλλον, το δάσος και του φίλους της.

ΧΕΛΩΝΑ: -Καλέ, αυτός είναι διάνοια!

ΠΕΤΡΟΣ : -Μα είναι η χελώνα μου. Η δική μου χελώνα! Δεν μπορώ να την αποχωριστώ.

ΧΕΛΩΝΑ: -Δική του;! Καλέ τι μας λες! Από που ως που δική του;

Απαιτώ να με επιστρέψετε, αμέσως, πίσω στο δάσος απ’ όπου με πήρατε!

ΠΕΤΡΟΣ : -Και εξάλλου που να την πάμε; Το δάσος που τη βρήκε ο μπαμπάς καταστράφηκε από τη φωτιά.

ΧΕΛΩΝΑ: -Ουπς! Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια την είχα ξεχάσει.

ΜΗΤΕΡΑ : -Θα την πάμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, που είναι στην εξοχή και έχει ένα τεράστιο κήπο. Έτσι θα μπορείς να την βλέπεις, κάθε φορά που θα επισκεπτόμαστε τη γιαγιά και τον παππού.

ΠΕΤΡΟΣ :-Ωραία ιδέα! Τι έξυπνη μαμά που έχω. Σε μένα έμοιασε!


Στο εξοχικό

Το εξωχικό

(Μετά από αρκετό καιρό…)

Ο σκύλος

Σχεδόν είχα ξεχάσει πόσο όμορφα μυρίζει ο αέρας της εξοχής. Είναι υπέροχο να είσαι ξανά ελεύθερη! Μάλιστα έκανα πολλούς καινούριους φίλους εδώ. Τη γιαγιά, τον Παππού, τις κότες, τον Σπουργίτη, τη κυρά-μπεκάτσα, τη γελάδα και πολλούς άλλους. Με τον σκύλο δε τα πάω και πολύ καλά. Συνέχεια μου γαβγίζει και με μαλώνει, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Τέλος κι ο Πετράκης έρχεται κάθε τόσο, με την οικογένεια του, και περνάμε πολύ καλά, σαν τον πρώτο καιρό που ήμασταν μαζί. Παρόλα αυτά δεν έπαψα στιγμή να νοσταλγώ του παλιούς μου φίλους και -δε θα το πιστέψετε- αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι πιο πολύ απ’ όλους μου λείπει ο Χαράλαμπος. Ποιος είναι ο Χαράλαμπος; Έχετε δίκιο να απορείτε. Ξέχασα να σας πω ότι το όνομα του λαγού είναι Χαράλαμπος. Αλλά όλοι τον φωνάζουν απλά λαγό… Δηλαδή όλοι εκτός από μένα και τον κυρ-τυφλοπόντικα!

ΛΑΓΟΣ: - (Χι, χι, χι)

ΧΕΛΩΝΑ: -Ακούσατε τίποτα; Μίλησε κανείς;

ΛΑΓΟΣ: -Χι, χι, χι. Γεια σου ερπετό! Χαίρομαι που ξανασυναντιόμαστε. Βλέπεις δεν είχα ποιόν να πειράζω και βαριόμουν αφόρητα.

ΧΕΛΩΝΑ: -Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;

ΛΑΓΟΣ: -Μετά την φωτιά στο δάσος, με πήραν κάποιοι άνθρωποι στο σπίτι τους, που είναι εδώ παρακάτω και με ‘κλεισαν σ’ ένα κλουβί με κάτι κουνέλια. Δε μπορείς να φανταστείς τι ανυπόφορα πλάσματα είναι! Πέρασα ένα μαρτύριο! Ώσπου, ευτυχώς, κατάφερα να το σκάσω. Όταν έμαθα ότι είσαι κι εσύ εδώ ήρθα να σε βρω. Μη ξεχνάς ότι έχουμε έναν αγώνα να τελειώσουμε. Εκτός αν φοβάσαι…

ΧΕΛΩΝΑ: -Εγώ να φοβηθώ εσένα το κουνέλι; Ας γελάσω!

Δεν πρόκειται να σας αποκαλύψω αν τελικά έγινε ο αγώνας και ποιος κέρδισε. Το μόνο που θα σας πω είναι ότι η χελώνα εξακολουθεί να φωνάζει το λαγό, κουνέλι κι ο λαγός, τη χελώνα, ερπετό.

Τ έ λ ο ς

Antonios Tsolis

Αντώνιος Τσώλης

See also...

Δείτε επίσης...