Vitamins (available in greek only)

Βιταμίνες

· Biology Βιολογία · vitamin βιταμίνη

Εισαγωγή

Βιταμίνες είναι ορισμένες οργανικές ουσίες, που αν και δεν μπορούν αυτές καθαυτές να αποδώσουν ενέργεια σε έναν οργανισμό, αυτός τις χρειάζεται για την ομαλή του λειτουργία, σε μικρές συνήθως ποσότητες, ενώ παράλληλα δεν μπορεί να τις παρασκευάσει από μόνος του.

Η λέξη (γαλλ. vitamines, λατ. vita amine) προέρχεται από το “βίος” και “αμίνη”, αφενός λόγω της σημασίας αυτών των ουσιών για τη ζωή, και αφετέρου, γιατί ο Πολωνός βιοχημικός Kazimierz Funk, στον οποίο οφείλεται η ονομασία (1912), είχε την πεποίθηση ότι υπήρχε μία και μοναδική ουσία με αυτές τις ιδιότητες (φυσικά ούτε μία δεν είναι, ούτε ανήκουν στις αμίνες). Το 1920, ο Jack Cecil Drummond πρότεινε να εκπέσει το τελικό “e” για να μειωθεί η αναφορά σε “amine”, αφότου οι ερευνητές άρχιζαν να υποψιάζονται ότι δεν εμπερίεχουν όλες οι βιταμίνες αμίνες.

Kazimierz Funk (1884-1967)
Kazimierz Funk (1884-1967)

Διακρίνονται σε :

α) Λιποδιαλυτές: Οι βιταμίνες A, D, E, K. Διαλύονται στα λίπη και απορροφούνται μαζί με αυτά. Κατά συνέπεια, χρειάζονται για την απορρόφησή τους την παρουσία λιπών που να απορροφούνται εύκολα από το λεπτό έντερο και χολικών αλάτων. Επειδή είναι αδιάλυτες στο νερό δεν απεκκρίνονται εύκολα από τα νεφρά, σε αντίθεση με τις υδατοδιαλυτές. Έτσι, οι βιταμίνες Α και D είναι δυνατό να προκαλέσουν τοξικά φαινόμενα, σε περιπτώσεις υπερβολικής λήψης (υπερβιταμίνωση).

β) Yδατοδιαλυτές: Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β και οι βιταμίνες C και P.

Λιποδιαλυτές βιταμίνες

Βιταμίνη Α

Ονομασία: Βιταμίνη Α ή αντιξηροφθαλμική βιταμίνη ή αξηροφθόλη

Χημική σύσταση: Ο όρος “βιταμίνη Α” περιλαμβάνει την βιταμίνη Α1 ή ρετινόλη (C20H30O) και την Α2 ή δεϋδρορετινόλη (C20Η28O), οι οποίες χημικώς είναι πρωτοταγείς αλκοόλες.

trans-Ρετινόλη
Συντακτικός τύπος της ρετινόλης, μιας από τις κύριες μορφές της βιταμίνης Α.

Προβιταμίνες: Καροτενοειδή (κυρίως β-καροτίνη), τα οποία είναι χρωστικές ουσίες και μετατρέπονται στο ήπαρ των ζωικών οργανισμών σε βιταμίνη Α (η β-καροτίνη διασπάται σε ρετινάλη και αυτή ανάγεται σε ρετινόλη). Στους φυτικούς οργανισμούς δεν υπάρχει βιταμίνη Α παρά μόνο οι προβιταμίνες της.

Ανθεκτικότητα: Ευαίσθητη στην ακτινοβολία αλλά κυρίως στην οξείδωση. Η οξείδωση της αναστέλλεται παρουσία βιταμίνης Ε.

Πηγές: Καρότα, φασολάκια, σπανάκι, κοκκινογούλια, μαρούλι, ήπαρ, βούτυρο, γάλα, αυγά, ιχθυέλαια και σε πολυ μεγάλη περιεκτικότητα στο μουρουνέλαιο.

Λειτουργία: Η ρετινόλη μετατρέπεται με αλκοολική αφυδρογόνωση, σε ρετινίνη (cis-ρετινάλη), η οποία είναι συστατικό της ροδοψίνης των ραβδίων. Επίσης, η βιταμίνη Α παίζει ρόλο στις μεταβολικές διαδικασίες, κυρίως στην αναπαραγωγική ικανότητα των ιστών, αλλά και στον μεταβολισμό των λιπών, καθώς και στο σχηματισμό γλυκογόνου από τη γλυκερίνη και το γαλακτικό οξύ. Τέλος, έχει βρεθεί ότι αυξάνει την ανοσοβιολογική αντίδραση απέναντι σε παθογόνα μικρόβια και μύκητες.

Ανεπάρκεια: Ξηροφθαλμία που προέρχεται από την κερατινοποίηση των επιθηλίων του επιπεφυκότα και του κερατοειδούς. Προχωράει σε γενικότερη αλλοίωση του οφθαλμού και χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση. Επίσης αδυναμία όρασης στο ημίφως (ημεραλωπία) και ευαισθησία στις μολύνσεις.

Υπερβιταμίνωση: Εμετοί, κεφαλαλγία, ξηρά χείλη, τραχύ δέρμα, διπλωπία, υποπλαστική αναιμία, λευκοπενία, ηπατοσπληνομεγαλία, άλγος και οίδημα των αρθρώσεων και πιο σπάνια υδροκεφαλία.

Βιταμίνη D

Ονομασία: Βιταμίνη D ή αντιρραχητική βιταμίνη

Χημική σύσταση: Ο όρος “βιταμίνη D” περιλαμβάνει την βιταμίνη D2 ή εργοκαλσιφερόλη (C28H44O) και την D3 ή χοληκαλσιφερόλη (C27H44O), οι οποίες χημικώς είναι αλκοόλες με τη ρίζα υδροξύλιο (-ΟΗ) ενωμένη σε ανθρακικό δακτύλιο (η ονομασία “βιταμίνη D1” είχε δοθεί σε μείγμα αντιρραχητικών ουσιών).

Προβιταμίνες: Εργοστερόλη για την D2 και 7-δεϋδροχοληστερόλη για την D3. Η 7-δεϋδροχοληστερόλη είναι ουσία που υπάρχει στο δέρμα του ανθρώπου και με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας μετατρέπεται σε βιταμίνη D3.

Ανθεκτικότητα: Σχετικά ανθεκτική στην οξείδωση και την υπεριώδη ακτινοβολία.

Πηγές: Σπλάχνα και ήπαρ ιχθύων και πτηνών, αυγά, βούτυρο, γάλα, ιχθυέλαια και σε μεγάλη περιεκτικότητα στο μουρουνέλαιο.

Λειτουργία: Η βιταμίνη D παίζει ρόλο στην ομοιόσταση Ca και P, γιατί είναι υπεύθυνη για την σύνθεση δύο πρωτεϊνών, που βοηθούν την ενεργό απορρόφηφη του Ca++, και έμμεσα του PO4=-, από το λεπτό έντερο. Συγκεκριμένα, η πρώτη από αυτές τις πρωτείνες, παρέχει την απαιτούμενη ενέργεια για την δίοδο του Ca++ από τον εντερικό επιθήλιο, και η δευτέρη συνδέεται με το Ca++ και διευκολύνει την μεταφορά του. Τέλος, η βιταμίνη D αυξάνει την απορρόφηση Ca++ και PO4=- από τα όστα, ενώ καθορίζει, σε συνεργασία με την παραθορμόνη, το βαθμό απέκκριση τους από τα νεφρά.

Ανεπάρκεια: Στα παιδιά ραχίτιδα, ενώ στους ενήλικες οστεομαλακία. Οι δυο παθήσεις διαφέρουν στο σημείο ότι όταν γίνεται άυξηση των οστών από τους συζευτικούς χόνδρους και έχουμε έλλειψη Ca++, τα οστά παραμορφώνονται (ραχίτιδα), ενώ όταν έχει στάματήσει η αύξηση, το ασβέστιο των οστών αραιώνεται διαδοχικά, με αποτέλεσμα πόνους και εύκολα κατάγματα (οστεομαλακία).

Υπερβιταμίνωση: Σε πρώτο στάδιο, ανορεξία, ναυτία, εμετούς, δυσκοιλιότητα και ύστερα διάρροια και συχνοουρία. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, έχουμε εναπόθεση Ca στα τοιχώματα των αγγείων, στα νεφρά, στους πνέυμονες, στην καρδιά ή ακόμη και στον υποδόριο ιστό, στις αρθρώσεις, στις λείες μυικές ίνες, στον σπλήνα, στην τραχεία, στους οφθαλμούς και στα δόντια.

Βιταμίνη Ε

Ονομασία: Βιταμίνη Ε ή αντιστειρωτική βιταμίνη

Χημική σύσταση: Η όρος “βιταμίνη Ε” περιλαμβάνει μια σειρά ουσιών που λέγονται τοκοφερόλες, κυρίως τις α, β, γ, δ. Η α-τοκοφερόλη είναι η πιο δραστική (χημικώς είναι αλκοόλες).

α-Τοκοφερόλη
Συντακτικός τύπος της α-Τοκοφερόλης, μιας από τις μορφές της βιταμίνης Ε.

Προβιταμίνες: Για την α-τοκοφερόλη, η φυτόλη κι η τριμεθυλοϋδροκινόνη.

Ανθεκτικότητα: Η βιταμίνη Ε οξειδώνεται πολύ γρήγορα, αλλά είναι ανθεκτική με την μορφή εστέρων.

Πηγές: Φυτικά έλαια, πράσινα φύλλα, κριθάρι, φασόλια, γάλα, αυγά, κρέας και σε μεγάλη περιεκτικότητα στο φύτρο του σιταριού.

Λειτουργία: Η βιταμίνη Ε έχει αντιοξειδωτική δράση. Δηλαδή προστατεύει άλλες ουσίες (π.χ. λίπη) από οξείδωση και ιδιαίτερα τη βιταμίνη Α, η οποία είναι αρκετά ευαίσθητη στην οξείδωση, κατά την απορρόφησή της από το έντερο. Επίσης, η βιταμίνη Ε μεσολαβεί για τη μεταφορά ηλεκτρονίων από το κυτόχρωμα Β στο κυτόχρωμα C κατά τις αναπνευστικές αντιδράσεις.

Ανεπάρκεια: Στα ζώα, προβλήματα σχετικά με την αναπαραγωγή (απορρόφηση εμβρύου, ρήξη πλακούντα, εκφύλιση όρχεων, αζωσπερμία) καθώς και αναιμία, μυική δυστροφία, νέκρωση του ήπατος και καρδιοαγγειακές και νευρικές διαταραχές. Στους ανθρώπους δεν έχει παρατηρηθεί τίποτα από τα παραπάνω. Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ανεπάρκειας, παρατηρείται ελάττωση του χρόνου ζωής των ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Βιταμίνη Κ

Ονομασία: Βιταμίνη Κ ή αντιαιμοραγική βιταμίνη

Χημική σύσταση: Ο όρος “βιταμίνη Κ” περιλαμβάνει την βιταμίνη Κ1 (2-μεθυλο-3-φυτιλο-1,4-ναφθοκινόνη) ή φυλλοκινόνη (φυτοναδιόνη), η οποία είναι φυτικής προελέυσεως (λαχάνικα, τρυφίλλι) και την βιταμίνη Κ2 (2-μεθυλο-3-διφαρσενυλο-1,4-ναφθοκινόνη) ή μενακινόνη, η οποία είναι ζωικής προελεύσεως. Χημικώς οι βιταμίνες Κ είναι κετόνες, με δύο καρβονυλικές ομάδες (>C=O) ενωμένες στον ίδιο ανθρακικό δακτύλιο.

Προβιταμίνες: Εχει παρασκευαστεί η βιταμίνη Κ3 (2-μεθυλο-1,4-ναφθοκινόνη) ή μεναδιόνη, που όμως είναι ανενεργή και μετατρέπεται στο ήπαρ, σε δραστική μορφή βιταμίνης Κ.

Πηγές: Τομάτες, χόρτα, τριφύλλι, χοιρινό ήπαρ και κυρίως στο σπανάκι. Η βιταμίνη Κ συντίθεται στο έντερο του ανθρώπου από τη βακτηριακή χλωρίδα (+Gram) και από την Escherichia coli (-Gram).

Ανθεκτικότητα: Η παραγωγή βιταμίνης Κ από τη βακτηριακή χλωρίδα του εντέρου, διαταράσεται σε περιπτώσεις διάρροιας και άλλων διαταραχών του εντέρου, ενώ καταστρέφεται από υπερβολική λήψη αντιβιοτικών.

Λειτουργία: Συμβάλει στη σύνθεση προθρομβίνης στο ήπαρ (γιατί είναι συστατικό ηπατικών ενζύμων που την συνθέτουν) και άλλων παραγόντων πήξης του αίματος (όπως προαξελερίνης και προκομβερτίνης). Υπάρχει κι η άποψη ότι από τη βιταμίνη Κ παράγεται το συνένζυμο Q, που συμμετέχει στην οξειδωτική φωσφορυλίωση, αλλά τήθεται υπό αμφισβήτηση.

Ανεπάρκεια: Υποπροθρομβοαναιμία και ότι αυτό συνεπάγεται (αιμορραγίες κ.λπ.)

Yδατοδιαλυτές βιταμίνες

‎Βιταμίνες του συμπλέγματος Β‎

Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β‎ έχουν τις εξής κοινές ιδιότητες:

α) είναι όλες υδροδιάλυτες.

β) υπάρχουν στη ζυθοζύμη και το ήπαρ.

γ) συμμετέχουν στις βιολογικές αντιδράσεις υπό μορφή συνενζύμων.

δ) αποτελούν αυξητικούς παράγοντες για ορισμένους μικροοργανισμούς.

Βιταμίνη Β1

Ονομασία: Βιταμίνη Β1 ή Θειαμίνη ή ανευρίνη ή αντινευρική βιταμίνη

Χημική σύσταση: Είναι ένωση πυριμιδίνης και θειαζόλης.

Ανθεκτικότητα: Ευαίσθητη στην υπεριώδη ακτινοβολία και τη σόδα. Διασπάται από ένα ένζυμο που βρίσκεται στα ψάρια, την θειαμινάση, και από το βακτηρίδιο του βακίλλου του θειαμινολυτικού.

Πηγές: Πιτυρούχοι άρτοι, όσπρια, λαχανικά, αυγά και σε μεγαλύτερη περιεκτικότητα στή ζυθοζύμη και το κρέας.

Λειτουργία: Η θειαμίνη μετατρέπεται στο ήπαρ και στους ιστούς, μέσω της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP), στον πυροφωσφορικός εστέρα της θειαμίνης, δηλαδή σε πυροφωσφορική θειαμίνη (TPP). Η τελευταία είναι απαραίτητο συνένζυμο για την οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση των α-κετο-οξέων, του α-κετογλουταρικού και του πυροσταφυλικού οξέος, για την διάσπαση των υδατανθρακών καθώς και την οξείδωση της γλυκόζης. Η αποκαρβοξυλίωση του πυροσταφυλικού οξέος είναι πολύ σημαντική, γιατί μέσα από μια σειρά αντιδράσεων μας δίνει ενεργό ακετύλιο, που χρησιμεύει στον κοινό μεταβολισμό υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών στο κύκλο του Krebs.

Ανεπάρκεια: Ανορεξία, ελλιπής οξείδωση των τροφών (με αποτέλεσμα τη συσσώρευση πυροσταφυλικού και γαλακτικού οξέος στο αίμα) και σε μεγάλη ανεπάρκεια beri-beri. Η ασθένεια beri-beri διακρίνεται σε τρεις τύπους:

α) Νευριτικός (ξηρός τύπος): προκάλει πολυνευρίτιδα και γενικά διάφορα προβλήματα στο Ν.Σ. (μυική αδυναμία, αταξία, απουσία αντανακλαστικών, μυική δυστροφία, παράλυση).

β) Καρδιακός (υγρός τύπος): καρδιακή ανεπάρκεια που συνοδεύεται από οιδήματα.

γ) Εγκεφαλικός (σύνδρομο του Wernicke): διάφορες μορφές πνευματικής σύγχυσης (π.χ. ψύχωση του Korsakoff), που ξεκινάνε με απλό νυσταγμό και μπορεί να καταλήξουν σε κώμα.

Βιταμίνη Β2

Ονομασία: Βιταμίνη Β2 ή ριβοφλαβίνη ή λακτοφλαβίνη

Χημική σύσταση: Λέγεται και λακτοφλαβίνη, γιατί αρχικά πάρθηκε από το γάλα. Χημικώς είναι μια χρωστική ουσία [6,7-διμέθυλο-9-(D-1’-ριβιτίλο)-ισο-αλλοξαζίνη] που αποτελείται από ένα δαχτύλιο αλλοξάνης και από μια πλάγια αλυσίδα πεντόζης, την ριβιτόλη.

Ριβοφλαβίνη (Βιταμίνη Β2)

Ανθεκτικότητα: Ευαίσθητη στα αλκάλια, το φως και την υπεριώδη ακτινοβολία. Ανθεκτική στην υψηλή θερμοκρασία και το οξυγόνο. Η παραγώγη της στο έντερο (βακτηριακή χλωρίδα) είναι ευαίσθητη στα αντιβιοτικά και τις διαταραχές του εντέρου.

Πηγές: Συντίθεται, όπως και η βιταμίνη Κ, από την βακτηριακή εντερική χλωρίδα, σε μικρές όμως ποσότητες, που δεν επαρκούν για τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού. Πλούσια σε ριβοφλαβίνη είναι τα αυγά, τα φασόλια, το γάλα, η ζυθοζύμη, το ήπαρ, το κρέας, το τυρί και το σπανάκι.

Λειτουργία: Συστατικό φλαβοπρωτεϊνων. Με προσθήκη φωσφορικού οξεος στην ριφοβλαβίνη, πέρνουμε το συνένζυμο φλαβινομονονουκλεοτίδιο (FMN) και με προσθήκη αδενινονουκλεοτιδίου στο FMN, πέρνουμε το συνένζυμο φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (FAD). Τα FMN και FAD ανήκουν στα συνένζυμα των “κίτρινων ενζύμων”, μέσω των οποίων επιτελείται η αναπνοή των ιστών. Επίσης, σε ιστούς που στερούνται αγγείων, όπως ο κερατοειδής, η οξείδωση γίνεται μέσω ενός ενζύμου που περιέχει ριβοφλαβίνη. Τέλος, ριφοβλαβίνη υπάρχει σε ελεύθερη μορφή και σχετικά μεγάλες ποσότητες, στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού.

Ανεπάρκεια: Παρόλο τη μεγάλη σημασία της ριβοφλαβίνης στον μεταβολισμό, δεν παρουσιάζονται σημαντικά προβλήματα στον άνθρωπο (σε αντίθεση με τα ζώα), για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο. Τα προβλήματα από την αριφοβλαβίνωση (έλλειψη ριβοφλαβίνης) εντοπίζονται κυρίως στο στόμα (αλλοίωση χειλιών, γλώσσας) και στους οφθαλμούς (φωτοφοβία, δακρύρροια, ερεθισμός), καθώς και στο δέρμα (δερματίτιδα). Ειδικά όσο αφορά τους οφθαλμούς παρατηρείται και αλλοίωση του κερατοειδούς που καταλήγει σε θόλωσή του. Η αλλοίωση αυτή εντοπίζεται στην αγγειωποίησή του (δημιουργία αγγείων) αφού δεν υπάρχει πλέον το ενζυμικό σύστημα (δες λειτουργία).

Βιταμίνη Β3

Ονομασία: Βιταμίνη Β3 ή νικοτινικό οξύ ή νιασίνη ή παράγων PP

Χημική σύσταση: Το νικοτινικό οξύ είναι παράγωγο οξείδωσης της νικοτίνης. Ονομάζεται και παράγων PP (Pellagra Preventive) γιατί η έλλειψή του προκάλει την πελλάγρα (δείτε ανεπάρκεια). Χημικώς αποτελείται από ένα δακτύλιο πυριδίνης με μια καρβoξυλική ομάδα (-COOH) σε θέση β (πυριδίνο-β-καρβοξυλικό οξύ). Συγγενής ουσία είναι η νικοτιναμίδη, στην οποία το υδροξύλιο (-ΟΗ) του καρβοξυλίου έχει αντικατασταθεί από αμινομάδα (-ΝΗ2) και έχει απολύτως την ίδια βιολογίκη δράση.

Νιασίνη (Βιταμίνη Β3)

Ανθεκτικότητα: Αρκετά ανθεκτική στο φώς, στη θερμότητα, στον αέρα, και στα αλκάλια. Θεωρείται η σταθερότερη από όλες τις βιταμίνες.

Πήγες: Κρέας, ήπαρ, νεφροί, ζυθοζύμη και δημητριακά.

Λειτουργία: Η νικοτιναμίδη αποτελεί συστατικό των συνενζύμων Ι και ΙΙ. Το συνένζυμο Ι είναι νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (NAD) και το συνένζυμο ΙΙ είναι νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο-φωσφορικό (NADP). Τα NAD και NADP λειτουργούν ως μεταφορείς υδρογόνου και συμμετέχουν σε πληθώρα οξειδοαναγωγικών αντιδράσεων του μεταβολισμού.

Ανεπάρκεια: Η πελλάγρα ωφείλεται κυρίως στην έλλειψη νιασίνης, αλλά αυτή η ασθένεια, εξαρτάται και από άλλες βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Στην πελλάγρα (pelle agra στα ιταλικά σημαίνει τραχύ δέρμα) παρουσιάζεται ερεθισμός και αλλοίωση του δέρματος (ερυθρότητα, με την μορφή εγκαυμάτων, ξήρανση, φυσαλίδες) και διαταραχές στο νευρικό σύστημα (κόπωση, κατάθλιψη, κεφαλαλγία, αϋπνία, απώλεια μνήμης, σύγχυση, κρίσεις, παράλυση) και στο πεπτικό σύστημα [φλεγμονές της γλώσσας (γλωσσίτιδες) και του στόματος (στοματιτίδες), ανορεξία, εμετοί, διάρροια].

Βιταμίνη Β5

Ονομασία: Βιταμίνη Β5 ή παντοθενικό οξύ

Χημική σύσταση: Λέγεται παντοθενικό οξύ γιατί βρίσκεται “παντού” στη φύση, και στο φυτικό και στο ζωικό βασίλειο. Χημικώς είναι ένωση της β-αλανίνης και του α,γ,διυδροξυ-β,β-διμεθυλο-βουτυρικού οξέος. Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο η δεξιόστροφη μορφή [d(+)-α,γ,διυδροξυ-β,β-διμεθυλο-βουτυρυλ-β-αλανίνη] έχει βιολογική δράση.

Προβιταμίνες: Δεξπαθενόλη (αλκοόλη του παντοθενικού οξέος, που μετατρέπεται σε αυτό, αμέσως μετά την είσοδό της στον οργανισμό. Πλεονεκτεί στη σταθερότητα).

Ανθεκτικότητα: Ευαίσθητη στα οξέα, στα αλκάλια και στη θερμότητα.

Πηγές: Αυγά, ήπαρ, νεφρά, χοιρινό, ψάρια, γάλα, αράπικα φυστικιά και γεώμηλα.

Λειτουργία: Το παντοθενικό οξύ μετατρέπεται σε συνένζυμο Α (CoΑ) το οποίο συμμετέχει στον κύκλο του κιτρικού οξέος.

Ανεπάρκεια: Κόπωση, κεφαλαλγία, δερματιτίδα, αλλοίωση του χρώματος των τριχων, μυικές κράμπες, πεπτικές διαταραχές και ηωσινοπενία.

Βιταμίνη Β6

Ονομασία: Βιταμίνη Β6 ή πυροδοξίνη

Χημική σύσταση: Ο όρος “πυροδοξίνη” περιλαμβάνει τρεις ουσίες: η κυρίως ουσία είναι πρωτοταγής αλκοόλη (πυριδοξόλη), η άλλη είναι αλδεϋδη (πυριδοξάλη) και η τελευταία είναι αμίνη (πυριδοξαμίνη).

Ανθεκτικότητα: Ανθεκτική στην θερμότητα, αλλά ευαίσθητη στα αλκάλια και την υπεριώδη ακτινοβολία.

Πηγές: Δημητριακά, ζυθοζύμη, κρέας, ήπαρ, αυγά, μπιζέλια και σπανάκι.

Λειτουργία: Οι φωσφορικές ενώσεις των ουσιών της πυροδοξίνης συμμετέχουν ως συνένζυμα, σε πλήθος αντιδράσεων:

α) μεταφορά αμινικών ομάδων.

β) αποκαρβοξυλίωση αμινοξέων.

γ) απαμινώσεις.

δ) βιοσύνθεση της πορφυρίνης.

ε) μεταβολισμό των λιπαρών οξέων.

Ανέπαρκεια: Κυρίως στα βρέφη: υπόχρωμη αναιμία, περιφερική νευρίτιδα, σπασμοί, δερματοπάθεια, πνευματική καθυστέρηση και άσθμα.

Βιταμίνη Β7

Ονομασία: Βιταμίνη Β7 ή βιταμίνη Η ή βιοτίνη

Χημική σύσταση: Είναι κυκλικό παράγωγο της ουρίας, με προσθήκη του δακτυλίου θειοφαινίου.

Ανθεκτικότητα: Ανθεκτική στην θερμότητα, στα οξέα και στα αλκάλια. Ευαίσθητη σε μια πρωτεϊνη του άσπρου των αυγών, την αβιδίνη, με την οποία ενώνεται και χάνει την βιολογική της δράση.

Πηγές: Αυγά (ο κρόκος) και κρέας (κυρίως πουλερικών).

Λειτουργία: Λειτουργεί σαν συνένζυμο της καρβοξυλάσης του: α) προπιονυλ-CoA για την παραγωγή του ηλεκτρικού οξέος. β) μεθυλ-κροτονυλ-CoA για τη διάσπαση της λευκίνης. γ) ακετυλ-CoA για την σύνθεση λιπαρών οξέων μακριάς αλυσίδας. δ) πυροσταφυλικού οξέος για το σχηματισμό οξαλικού οξέος.

Ανέπαρκεια: Διάφορες μορφές δερματίτιδας ενώ σε βαριές μορφές κατάθλιψη, κόπωση, υπνηλία, μυαλγία, ανορεξία και αύξηση της χοληστερίνης του αίματος.

Βιταμίνη Β12

Ονομασία: Βιταμίνη Β12 ή κυανοκοβαλαμίνη ή αντιαναιμικός παράγοντας

Χημική σύσταση: Υπάρχουν αρκέτες ουσίες που έχουν την ίδια βιολογική δράση με την βιταμίνη Β12, και λέγονται κοβαλαμίνες. Αυτές αποτελούνται από μια τροποποιήμενη μεταλλοπορφυρίνη, με ένα άτομο κοβαλτίου (Co) στο κέντρο (για αυτό και ονομάζονται κοβαλαμίνες). Ο κεντρικός τετραπυρρολικός πυρήνας ενώνεται με ένα νουκλεοτίδιο, το οποίο δεν υπάρχει στα συνήθη νουκλεϊκά οξέα (DNA, RNA) αφού αποτελείται, εκτός από το φωσφορικό οξυ και τη ριβόζη, και από τη βάση 5,6-διμεθυλο-βενζιμιδαζολίο. Το άτομο κοβαλτίου μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα κυάνιο (-CN) και έτσι κατάληγουμε στην κυανοκοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12). Αν η ρίζα κυάνιο αντικατασταθεί από τη ρίζα υδροξύλιο (-ΟΗ) προκύπτει η υδροξυκοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12a), από Η2Ο έχουμε την ακουακοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12b), ενώ από νιτρωδομάδα, την νιτρωδοκοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12c).

Ανθεκτικότητα: Ευαίσθητη στην υπεριώδη ακτινοβολία και το φώς. Μέτρια ανθεκτική στη θερμότητα, τα αλκάλια, τα οξέα και τις αναγωγικές ουσίες. Προσβάλλεται από τη βιταμίνη C, τη βιταμίνη Β1 και τη νιασίνη. O ενδογενής παράγοντας του Castle, ενώνεται μαζί της και την προστατεύει απέναντι στην κατανάλωση από τα βακτηρίδια του εντέρου (δες ανεπάρκεια).

Πηγές: Γάλα, ήπαρ, νεφροί, αυγά (κρόκος) και θαλασσινά.

Λειτουργία: Η βιταμίνη Β12 συντελεί στην: α) ενεργοποίηση του φυλλικού οξέος. β) σύνθεση νουκλεϊκων οξέων και την ωρίμανση των ερυθρών αιμοσφαιρίων (σε συνεργασία με το φυλλικό οξύ). γ) δημιουργία νέων μεθυλικών ομάδων. δ) σε σημαντικές αντιδράσεις που επηρεάζουν το νευρικό σύστημα. Γενικότερα, έχει σημαντική λιποτρόπο και νευροτρόπο ενέργεια.

Ανεπάρκεια: H ανεπάρκεια του ανθρώπινου οργανισμού σε βιταμίνη Β12 μπόρει να προκληθεί είτε από έλλειψη του εξωγενούς παράγοντα του Castle (Extrinsic Factor, EF), που προσλαμβάνεται με τις τροφές (δηλαδή η ίδια η βιταμίνη Β12), είτε από έλλειψη του ενδογενούς παράγοντα (Intrinsic Factor, IF), ο οποίος είναι μια τρανσφεράση που παράγεται από ειδικά κύτταρα της καρδιακής μοίρας του στομάχου (από τα ίδια που παράγεται και το υδροχλωρικό οξύ) και βοηθάει την απορρόφηση της βιταμίνης Β12, με την οποία ενώνεται, από το έντερο, ενώ ταυτόχρωνα την προστατεύει απέναντι στην κατανάλωση από τα βακτηρίδια του εντέρου. Για αυτό όσοι έχουν υποστεί ολική αφαίρεση του στομάχου, παρουσιάζουν αναιμίες, λόγω έλλειψης, όχι του εξωγενούς, αλλά του ενδογενούς παράγοντα. Γενικά, από την ανέπαρκεια της βιταμίνης Β12 έχουμε: μακροκυτταρικές μεγαλοβλαστικές αναιμίες (κακοήθης αναιμία του Biermer), λευκοπενία, επιπλοκές στο πεπτικό σύστημα (γλωσσίτιδα, εμέτοι, ναυτία, δυσκοιλιότητα ή διάρροια) και στο νευρικό σύστημα με αλλοίωση του νωτιαίου μυελού (αναστολή των ανατανακλαστικών, αταξικά φαινόμενα, σημείο Babinsky, μυική αδυναμία, σπασμοί).

Ινοσιτόλη

Χημική σύσταση: Από τα εννέα ισομερή, μόνο η μεσοϊνοσιτόλη έχει βιολογική δράση. Χημικώς μοιάζει με υδατάνθρακα. Στη φύση βρίσκεται ελεύθερη ή ενωμένη σαν λιποστερόλη ή φυτίνη.

Πηγές: Φρούτα και δημητριακά.

Λειτουργία: Στον άνθρωπο δεν έχει βρεθεί να δρα ως βιταμίνη. Αποτελεί αυξητικό παράγοντα για τους μύκητες.

Ανεπάρκεια: Τριχόπτωση, μειωμένη ανάπτυξη.

ΡΑΒΑ

Ονομασία: Παρααμινοβενζοϊκό οξύ ή ΡΑΒΑ

Λειτουργία: Αποτελεί συστατικό του φυλλικού οξέος. Στον άνθρωπο δεν έχει βρεθεί να δρα ως βιταμίνη, αλλά αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης πολλών οργανισμών.

Ανθεκτικότητα: Οι σουλφοναμίδες εμποδίζουν την ενσωμάτωση του παρααμινοβενζοϊκού οξέος στο φυλλικό οξυ.

Ανεπάρκεια: Αποχρωματισμός των τριχών.

Χολίνη

Χημική σύσταση: Ισχυρή οργανική αζωτούχος βάση.

Πηγές: Συντίθεται στον ανθρώπινο οργανισμό σε επαρκείς ποσότητες και γι’ αυτό αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός της σαν βιταμίνη. Απαντάται τόσο σε ζωικούς όσο και σε φυτικούς οργανισμούς, αλλά κυρίως στον κρόκο των αυγών.

Λειτουργία: Συστατικό της ακετυλοχολίνης (ακετυλιωμένη χολίνη), της βεταϊνης (πηγή μεθυλικών ομάδων σε αντιδράσεις τρανσμεθυλιώσεως) και των φωσφολιπιδίων. Προστατεύει το ήπαρ από λιπώδη διήθηση.

Ανεπάρκεια: Κίρρωση του ήπατος, εκφύλιση των νεφρών και αιμορραγίες.

Βιταμίνη C

Ονομασία: Βιταμίνη C ή ασκορβικό οξύ

Χημική σύσταση: Μόνο το L(+)-ασκορβικό οξύ έχει βιολογική δράση. Είναι παράγωγο του δικετογουλονικού οξέος. Χημικώς είναι ενολική μορφή της 3-κετο-L-γουλοφουρανολακτόνης.

Ανθεκτικότητα: Οξειδώνεται αρχικά σε L-δεϋδροασκορβικό οξύ, το οποίο όμως, με τη σειρά του ανάγεται σε L-ασκορβικό οξύ (αμφίδρομη οξειδοαναγωγική αντίδραση). Αν το L-δεϋδροασκορβικό οξύ οξειδωθεί παραπέρα, από τον ατμοσφαιρικό αέρα (όταν βρίσκεται σε υδατικό διάλυμα) ή παρουσία βαρέων μετάλλων (π.χ. χαλκός) ή αλκαλίων, η βιολογική του δράση χάνεται μόνιμα (μη αντιστρεπτή μεταβολή).

Πηγές: Συντίθεται σε όλα τα θηλαστικά, εκτός από το ινδικό χοιρίδιο και τον άνθρωπο. Βρίσκεται στα πράσινα λαχανικά, στα φρούτα (κυρίως στα εσπεριδοειδή), και σε μικρότερες ποσότητες στις τομάτες, στο ήπαρ, στους νεφρούς και στο γάλα.

Λειτουργία:

α) Επειδή οξειδώνεται εύκολα σε L-δεϋδροασκορβικό οξύ και αυτό ανάγεται σε L-ασκορβικό οξύ (οξειδοαναγωγικό σύστημα), συμβάλλει στην αναπνοή των ιστών.

β) Είναι απαραίτητη για το σχηματισμό της μεσοκυττάριας ουσίας του συνδετικού ιστού. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι σχετίζεται με την άμεση σύνθεση του κολλαγόνου, η οποία απαιτεί την παροχή, μεγάλου αριθμού, ομάδων υδροξυλίου (υδροξυλίωση της λυσίνης), οι οποίες μπορούν να εξασφαλιστούν από την οξείδωση του ασκορβικού οξέος.

γ) Συμβάλλει στην παραγωγή των ορμονών του φλοιού των επινεφριδίων.

δ) Μαζί με τη βιταμίνη Β12, προστατεύουν και συμβάλουν στη δημιουργία της ενεργού μορφης του φυλλικού οξέος.

Ανεπάρκεια: Σκορβούτο. Τα συμπτώματα είναι αιμοραγίες στα ούλα και κάτω από το δέρμα, καθώς και πόνοι και πρήξιμο στις αρθρώσεις. Τα παραπάνω συμπτώματα εντοπίζονται, κυρίως, στο γεγονός της χαλάρωσης της μεσοκυττάριας ουσίας, μεταξύ των ενδοθηλιακών κυττάρων των τριχοειδών, εξαιτίας της έλλειψεις ινών κολλαγόνου (δείτε λειτουργία).

Βιταμίνη P

Χημική σύσταση: Ο όρος “βιταμίνη Ρ” περιλαμβάνει μια σειρά ουσιών που λέγονται βιοφλαβονοειδή (παράγωγα της φλαβόνης), όπως π.χ. εσπεριδίνη, ρουτίνη, κερσιτίνη κ.α.

Λειτουργία: Αυξάνει την στεγανότητα των αγγείων, ιδίως των τριχοειδών και δυναμώνει τα τοιχώματα τους. Δρα σε συνεργασία με την βιταμίνη C.

Antonios Tsolis

Αντώνιος Τσώλης

See also...

Δείτε επίσης...