Intraspecific and Interspecific competition (available in greek only)
Ενδοειδικός και Διαειδικός ανταγωνισμός
Βασικοί μηχανισμοί ανταγωνισμού
Μπορούμε να διακρίνουμε τον ανταγωνισμό σε δύο βασικούς μηχανισμούς:
α) στον ανταγωνισμό εκμετάλλευσης ή κατανάλωσης (exploitation ή consumptive competition), στις περιπτώσεις που η αλληλεπίδραση μεταξύ των ανταγωνιζόμενων ατόμων είναι έμμεση, και αφορά απλά στη μείωση της διαθεσιμότητας ενός πόρου λόγω της χρήσης του από τα υπόλοιπα άτομα του πληθυσμού.
β) στον ανταγωνισμό παρεμβολής (interference competition), όπου υπάρχει άμεση αλληλεπίδραση των ατόμων, δηλαδή ένα άτομο προλαβαίνει ένα άλλο στην κατάκτηση και την εκμετάλλευση των πόρων, με αποτέλεσμα να απαγορεύει στο άλλο την πρόσβαση στους αναζητούμενους πόρους ή να παρεμβαίνει δυσμενώς στην ανάπτυξή του.
Eνδοειδικός ανταγωνισμός
Ο ενδοειδικός ανταγωνισμός (intraspecific competition) είναι μια μορφή ανταγωνισμού κατά τον οποίο άτομα του ίδιου είδους αγωνίζονται για έναν ή περισσότερους περιορισμένους πόρους (λ.χ. τροφή, νερό, φως, θρεπτικά συστατικά, χώρο, αναπαραγωγικό σύντροφο) σε ένα οικοσύστημα. Ο ενδοειδικός ανταγωνισμός είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την φέρουσα ικανότητα (carrying capacity) ενός πληθυσμού (δηλαδή το μέγιστο μέγεθος πληθυσμού που υποστηρίζεται από ένα περιβάλλον).
Όταν ο πληθυσμός ενός είδους έχει μικρή πυκνότητα δεν υπάρχει σοβαρός ανταγωνισμός, καθώς όμως αυξάνει σε μέγεθος φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο που οι διαθέσιμοι πόροι γίνονται περιοριστικός παράγοντας και ο πληθυσμός δεν αυξάνει περαιτέρω (density dependent inhibition). Έτσι ο ενδοειδικός ανταγωνισμός διασφαλίζει τη ρύθμιση της πυκνότητας του πληθυσμού σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους του περιβάλλοντος. Συγχρόνως ευνοεί την επιβίωση και αναπαραγωγή των καλύτερα προσαρμοσμένων ατόμων στις συνθήκες του περιβάλλοντος, αποτελώντας ένα βασικό παράγοντα φυσικής επιλογής που δρομολογεί την εξέλιξη των ειδών.
O ενδοειδικός ανταγωνισμός μπορεί να διακριθεί περιγραφικά σε δύο τύπους:
i) Ανταγωνισμός τύπου Ι ή scramble competition. Σε αυτόν τον τύπο οι πόροι μοιράζονται ισομερώς σε όλα τα άτομα του πληθυσμού και κανένα από αυτά δεν παίρνει ικανή ποσότητα για την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή του.
ii) Ανταγωνισμός τύπου ΙΙ ή contest competition. Σε αυτόν τον τύπο ανταγωνισμού, ικανές ποσότητες πόρων για την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή διεκδικούνται και κερδίζονται από τα επικρατούντα άτομα, ενώ τα πιο αδύναμα τις στερούνται.
Διαειδικός ανταγωνισμός
Ο διαειδικός ανταγωνισμός (interspecific competition) είναι μια μορφή ανταγωνισμού κατά τον οποία άτομα διαφορετικών ειδών αγωνίζονται για έναν ή περισσότερους περιοριστικούς πόρους (λ.χ. χώρο, τροφή, νερό, φως, θρεπτικά συστατικά, αναπαραγωγικό σύντροφο, αποφυγή θήρευσης) σε ένα οικοσύστημα. Ο διαειδικός ανταγωνισμός μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στο μέγεθος των πληθυσμών των ειδών, στη δομή των βιοκοινωνιών (αριθμός, ποικιλία ειδών και πρότυπα κατανομής) και τελικά, στην εξέλιξη των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής.
Καθώς τα μεγέθη των πληθυσμών των ανταγωνιστών αυξάνουν, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ενός είδους θα περιορισθεί, είτε επειδή θα έχει πρόσβαση σε λιγότερους περιοριστικούς πόρους (ανταγωνισμός εκμετάλλευσης, exploitative competition), είτε λόγω των αρνητικών συνεπειών των άμεσων αλληλεπιδράσεων με τους ανταγωνιστές (ανταγωνισμός παρεμβολής, interference competition).
Η οικοθέση είναι ένας πολυδιάστατος χώρος που καθορίζεται από τις τιμές που καταλαμβάνει ένα συγκεκριμένο είδος στο σύνολο των βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων που εκμεταλλεύεται. Η αρχή του ανταγωνιστικού αποκλεισμού (competitive exclusion principle), που προτάθηκε το 1932 από το Ρώσο βιολόγο Georgy Gause, ισχυρίζεται ότι «δεν μπορούν να συνυπάρξουν δύο είδη τα οποία θα καταλαμβάνουν την ίδια ακριβώς οικοθέση». Η ανταγωνιστική αλληλεπίδραση μεταξύ τους θα προκαλέσει αισθητές επιβαρύνσεις στην επιβίωση, την αύξηση ή/και την αναπαραγωγή αμφότερων των ειδών. Τις περισσότερες φορές, όμως, το ένα είδος επηρεάζεται αρνητικά σε μεγαλύτερο βαθμό και μπορεί να οδηγηθεί σε εξαφάνιση.
Συνύπαρξη συγγενικών ειδών είναι εφικτή με διαφοροποίηση της οικοθέσης (niche differentiation), οπότε προκύπτει η απαιτούμενη μείωση της επικάλυψης των οικοθέσεων μέσω εξειδίκευσης στη χρήση των περιοριστικών πόρων (resource specialization) ή μέσω χωρικής μετατόπισης (spatial displacement) με διαμερισματοποίηση του ενδιαιτήματος. Έτσι το αποτέλεσμα της δράσης του ανταγωνισμού είναι ο περιορισμός του εύρους (χωρικού, χρονικού κ.λ.π.) εκδήλωσης της συμπεριφοράς του εκάστοτε πληθυσμού. Όταν ένα είδος είναι περισσότερο δραστήριο προς το ένα άκρο της περιβαλλοντικής διαβάθμισης, όπου εκδηλώνεται η συγκεκριμένη συμπεριφορά, ο χώρος που απομένει για το ανταγωνιστικό είδος περιορίζεται προς το άλλο άκρο. Η απόκλιση που προκαλείται στο φαινότυπο μέσω των μεταλλάξεων και της φυσικής επιλογής για να μειώσει τις συνέπειες του ανταγωνισμού είναι γνωστή ως μετατόπιση χαρακτήρα (character displacement).
Σε μερικές περιπτώσεις, ένα τρίτο είδος παρεμβάλλεται προς ζημία ή όφελος των ανταγωνιζομένων ειδών, προκαλώντας μετατόπιση των ισορροπιών. Για παράδειγμα, σε μία εργαστηριακή έρευνα που έγινε, η συνύπαρξη μεταξύ δύο ανταγωνιστικών ειδών βακτηριών κατέστη εφικτή με τη χρήση φάγων που παρασιτούσαν στο ισχυρότερο από τα δύο είδη, με αποτέλεσμα τη μετατόπιση της ισορροπίας σε τέτοιο σημείο, ώστε και τα δύο είδη να κατορθώνουν να έχουν βιώσιμους πληθυσμούς. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν τεκμηριωθεί για πολλές φυσικές κοινότητες ως συνέπεια της δράσης ενός θηρευτή κλειδιού (keystone predator) που νέμεται το εκάστοτε ανταγωνιστικά ανώτερο είδος.
Ανταγωνισμός στα φυτά
Στα φυτά απαντώνται όλες οι παραπάνω μορφές ανταγωνισμού. Δύο δένδρα του ίδιου είδους που μεγαλώνουν πολύ κοντά θα ανταγωνίζονται για το φως, το νερό και τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους. Τα φυτά -σε πρώτη φάση- αποκρίνονται με φαινοτυπική πλαστικότητα, δηλαδή τα άτομα προσαρμόζουν τη μορφή της ανάπτυξής τους, το μέγεθος, το σχήμα, τον αριθμό των φύλλων, των ανθέων και την παραγωγή των σπερμάτων ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των πόρων. Είναι ευνόητο ότι έχοντας λιγότερους διαθέσιμους πόρους τα άτομα αναπτύσσονται λιγότερο καλά από ότι αν μεγάλωναν μόνα τους (π.χ. θα έχουν μικρότερο ρυθμό αύξησης και μικρότερη παραγωγή σπερμάτων). Με το πέρασμα του χρόνου και την αξιοποίηση των μεταλλάξεων, τα άτομα ενός είδους διαφοροποιούνται. Έτσι τα δένδρα μέσω της φυσικής επιλογής έχουν προσαρμοστεί στο να γίνονται ψηλότερα, να αναπτύσσουν μεγαλύτερο ριζικό σύστημα (ανταγωνισμός υπεραύξησης) ή ακόμη και να απελευθερώνουν τοξίνες εναντίων άλλων ατόμων, του ίδιου ή διαφορετικού είδους (χημικός ανταγωνισμός).